-
1 ἐπι-πίμπλημι
ἐπι-πίμπλημι (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar. Av. 972.
См. также в других словарях:
επιπίμπλημι — ἐπιπίμπλημι (Α) [πίμπλημι] γεμίζω εντελώς («σπλάγχνων χεῑρ’ ἐπιπλῆσαι, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek